O Γιώργης Λαμπρινός (Mπαστουνόπουλος) γεννήθηκε στη Σίτσοβα (Αλαγονία), το 1909. Ένα κεφαλοχώρι, στη δυτική πλευρά, τη Μεσσηνιακή, του Ταϋγέτου, στο δρόμο από την Καλαμάτα προς τη Σπάρτη. Ο πατέρας του, Αναστάσης Μπαστουνόπουλος ήταν δικαστικός υπάλληλος. Ένας από τους αδελφούς του ήταν ο πατέρας του Κωστή Μπαστιά – Μπαστουνόπουλου. Η μητέρα του Λαμπρινού, Χριστόφιλη, το γένος Βασιλάκη, ήταν από μεγάλο σόι. Ανάμεσά τους, αδελφός της ήταν ο πατέρας του Τάκη Βασιλάκη (του γνωστού γλύπτη Τάκη). Ο Γιώργης Λαμπρινός, λόγω των διαρκών μεταθέσεων του πατέρα του, έζησε σε διάφορες επαρχιακές πολιτείες (Γύθειο, Kαλαμάτα) με τελευταία τη Λαμία, όπου τελείωσε το Γυμνάσιo.

Ωστόσο, οι παρέες του ήταν στον γειτονικό Βόλο. Εκεί ασπάστηκε τις αριστερές ιδέες και σε νεαρή ηλικία στρατεύεται στο κομμουνιστικό κίνημα, στο οποίο αφιέρωσε, ουσιαστικά, όλη του τη ζωή. «Σημείωμα» της Αστυνομίας αναφέρει ότι ο Γ. Μπαστουνόπουλος (επάγγελμα φοιτητής) είναι μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας από το 1926 (σε ηλικία 17 ετών) και του Κ.Κ. από το 1931: «Εκ της μελέτης τού υπό της Υπηρεσίας μας κατασχεθέντος κατά Νοέμβριον 1936 αρχείον του ΚΚΕ προκύπτουσι τα κάτωθι: Μπαστουνόπουλος μέλος της Κ. (Κομμουνιστικής) Ν. (Νεολαίας) από το 1926 και του Κ.Κ. από το 1931, ηργάσθη γραμματέας της Α.Ε. Λακωνίας και ύστερα καθοδηγητής σε μια σειρά από περιφερειακάς οργανώσεις. Επάγγελμα φοιτητής». Το παρόν έγγραφο υπάρχει στον Απόρρητο Φάκελλο Γεωργίου Μπαστουνόπουλου-Λαμπρινού, αρ. 1922, όπως αυτός φυλάγεται στο Αρχείο της Διεύθυνσης Γενικής Ασφαλείας Αθηνών.

Συνεχίζοντας ασταμάτητα την κομματική του δράση, μετακινείται, ανάλογα με τις εντολές του Κόμματος, σε διάφορες πόλεις της Ελλαδας, όπως Μυτιλήνη, Γύθειο, Καλαμάτα και Πάτρα. Εκεί, το 1936, γνωρίζει και παντρεύεται την Eυγενία Tσάλα, με την οποία απέκτησε δύο αγόρια (Φώτο και Λάμπρο), που λόγω των διώξεων (εξορίες και φυλακές για τον ίδιο και στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Γερμανία για τη γυναίκα του) έχουν δεκάχρονη διαφορά ηλικίας.

Eμφανίζεται για πρώτη φορά, με κείμενά του, στην καλαματιανή εφημερίδα «Θάρρος» (1936) και αργότερα στα «Nεοελληνικά Γράμματα» (1939), στη «Bραδυνή» και στη «Nέα Eστία» με διηγήματα και άρθρα. Την ίδια περίοδο, δημοσιεύει στη «Φιλολογική Kαθημερινή» τις πρώτες μονογραφίες από τις «Mορφές του Eικοσιένα». Είναι η εποχή που έχει ανάγκη από ένα σταθερό ψευδώνυμο και υιοθετεί το «Λαμπρινός». Επισήμως, διατηρεί το επώνυμο «Μπαστουνόπουλος».

Στη δικτατορία της 4ης Aυγούστου συλλαμβάνεται και μετά από σχετικά σύντομη παραμονή στις φυλακές της Αίγινας εξορίζεται στη Σίκινο. Ως φυματικός, αφού παρέμεινε στη Σίκινο πάνω από ένα χρόνο, μεταφέρθηκε κατόπιν ειδικής στο αναρ-ρωτήριο «Τίμιος Σταυρός» στην Αγία Παρασκευή, «λόγω σοβαρού κλονισμού της υγείας του», όπως βεβαιώνει και το σχετικό έγγραφο της Ασφάλειας: «επιθυμούντες διά λόγους φιλανθρωπίας να υποβοηθήσωμεν τούτον εις αποκατάστασιν της υγείας του, επ’ ευκαιρία και του τοκετού Της Α.Β.Υ. Πριγκιπίσσης Φρειδερίκης…».

“Αναστολή περαιτέρω εκτοπίσεως κομμουνιστού Μπαστουνοπούλου Γεωργίου του Αναστασίου” 8 Νοεμβρίου 1938.

Διεύθυνσις Εθνικής Ασφαλείας, ο Υφυπουργός Κ.Μανιαδάκης.

Λαμβάνοντας υπ’όψιν τον διά της υπ’ αριθμ. 4/21/38 αναφοράς σας αναφερθέντα ημίν σοβαρόν κλονισμόν υγείας του εν περιλήψει κομμουνιστού και επιθυμούντες διά λόγους φιλανθρωπίας να υποβοηθήσωμεν τούτον εις αποκατάστασιν της υγείας του, επ’ ευκαιρία και του τοκετού Της Α.Β.Υ. Πριγκιπίσσης Φρειδερίκης, ιδόντες και τας διατάξεις του Αναγκαστικού Νόμου 1075,

Αποφασίζομεν

Την απόλυσιν τούτου άτε τής δια της υπ’ αριθμ. 159 από 20-6-37 Αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης περί ενιαυσίου εκτοπίσεως τούτου εις Σίκινον συνεκτιθείσης μετά της υπ’ αριθμ. 2/27-8-36 εκτοπίσεως ήν εν συνεχεία εξέτισεν ούτος εν Φολεγάνδρω και Ακροναυπλίαν, δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως της Ε.Δ.Α. Νομού Μεσσηνίας.

Η Αστυνομική αρχή του τόπου μονίμου διαμονής του εντέλλεται διά την αυστηράν και ενδελεχή παρακολούθησίν του, τυχόν μεταγενεστέρας αναμείξεώς του εις κομμουνιστικάς ενεργείας.

Ο Υφυπουργός

Κ. Μανιαδάκης

Στην Kατοχή, μετά την οικτρή δολοφονία της Hλέκτρας Aποστόλου, αναλαμβάνει τον τομέα καλλιτεχνών-διανοουμένων του Kομμουνιστικού Kόμματος και του EAM και εκδίδει 5 τεύχη του παράνομου περιοδικού «Πρωτοπόροι»

.

Συνελήφθη από τους Γερμανούς προς το τέλος της Κατοχής και βασανίστηκε άγρια στη «Μέρλιν». Ενώ με την Απελευθλερωση, ανέλαβε αμέσως την καλλιτεχνική σελίδα του «Ριζοσπάστη» μαζί και τη βιβλιοκριτική, ενώ αρθρογραφούσε και διύθηνηε κομματικά το περιοδικό «Ελλεύθερα Γράμματα». Τέλος, ως κομματικός υπεύθυνος επιτηρούσε τη δραστηριότητα (ρεπερτόριο, καλλιτεχνικό επιτελείο), του εαμικού θεατρικού οργανισμού «Ενωμένοι Καλλιτέχνες».

Από την ίδια περίοδο είναι και η φωτογραφία όπου ο Γιώργης Λαμπρινός βαδίζει κρατώντας από το χέρι το γιό του Φώτο στην οδό Σταδίου.

Λόγω όλων αυτών των ιδιοτήτων –κομματικών και συγγραφικών– ο Λαμπρινός έκανε παρέα με γνωστούς διανοούμενους και λογοτέχνες της Αριστεράς. Με αυτή την παρέα υπάρχει και η φωτογραφία, όπου ο Λαμπρινός είναι όρθιος με το λευκό πουκάμισο πάνω από τον Καραγιώργη (αριστερά), τον Βάρναλη (κέντρο) και τον Ρώτα (δεξιά με το παπιγιόν), σε ένα γλεντάκι στο σπίτι του Βάρναλη. Δίπλα στον Ρώτα, ο Σπήλιος Κολιτσιδόπουλος και μαζί οι κυρίες Καραγιώργη (όρθια δίπλα στον πατέρα μου), Βάρναλη (επίσης όρθια και χαμογελαστή στη μέση) και Ρώτα (καθιστή). Η μητέρα μου, που επίσης ήταν στο γλέντι, δεν χώρεσε στη φωτογραφία.

Ωστόσο, προς το τέλος του 1945 (Δεκέμβριος), συνέβη η διαγραφή του Λαμπρινού από το Κόμμα. Το κείμενο της διαγραφής, όπως δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» της 9ης Δεκεμβρίου 1945, και η «απάντηση» του Γ. Λαμπρινού, όπως επίσης δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» στις 16 Δεκεμβρίου 1945, έχουν ως εξής:

Αθήνα 21 του Νοέμβρη 1945

«Κ.Κ.Ε. Κ.Ε. ΕΛΕΓΧΟΥ, Απόφαση αρ. 5. «Η Κ.Ε. Ελέγχου συζήτησε πάνω στο ζήτημα του Γ. Μπαστουνόπουλου (Γ.Λαμπρινού). Ο Γ. Μπαστουνόπουλος δούλευε στα 1935 σαν καθοδηγητής στη Μυτιλήνη. Για τη δουλειά του εκεί, τού είχε γίνει πολύ αυστηρή κριτική από το 4ο Συνέδριο του ΚΚΕ, από τον σ. Ζαχαριάδη. Όμως το Κόμμα τού έδωσε τις δυνατότητες να διορθώσει τις αδυναμίες του και στα 1936 δούλευε στην καθοδήγηση της Καλαμάτας. Εκεί πιάστηκε μαζί με άλλους συντρόφους και το Κόμμα, παίρνοντας υπ’ όψη μερικές ενδείξεις, τον διέγραψε για ύποπτο.

Στάλθηκε φυλακή και, ύστερα, εξορία στη Σίκινο. Απ’ εκεί απολύθηκε με ενέργειες του ξαδέλφου του Κ. Μπαστιά. Το Κόμμα δε δέχτηκε επαφή μαζί του μια που ήταν διαγραμμένος. Αφού πήγε σε σανατόριο και γύρισε, υπέβαλε, την εποχή της βασιλομεταξικής δικτατορίας, αίτηση στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, για να διορισθεί ‘‘όπου ηθέλατε εγκρίνει’’ λέει στην αίτησή του, αν και έπρεπε ακριβώς γιατί είχε τιμωρηθεί από το Κόμμα να ήταν πολύ προσεχτικός στις ενέργειές του και αν και ήξερε πως κανένας διορισμός δεν γινόταν χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Στα 1941, χρησιμοποιήθηκε σαν εξωκομματικός από το Κόμμα και στα 1943 το Κόμμα, δίνοντάς του ακόμα μία ευκαιρία να επανορθώσει τα λάθη του, τον αποκατέστησε.

Δούλευε στη διαφώτιση. Αποδείχνοντας, όμως, μιαν απαράδεκτη έλλειψη κομματικής ευθιξίας, διατηρούσε σχέσεις με τον τεταρτοαυγουστιανό ήρωα Κ. Μπαστιά και εύρισκε άσυλο στο σπίτι του. Ύστερα από την Απελευθέρωση εξακολουθούσε να διατηρεί σχέσεις με τον ίδιο Κ. Μπαστιά και να κοιμάται στο σπίτι του. Και όχι μόνο αυτό, παρά το Νοέμβρη 1944 έστειλε τον Κ. Μπαστιά σε έναν γνωστό δοσίλογο για να του αποσπάσει λεφτά για τη διαφώτιση. Ο Μπαστιάς εξετέλεσε την εντολή και είπε στο δοσίλογο πως αν έδινε λεφτά, το ΕΑΜ θα του έσχιζε τη δικογραφία, που είχε ετοιμάσει εναντίον του. Έκανε δηλαδή ένα καθαρό εκβιασμό που εξέθετε το Κόμμα. Και είναι χαρακτηριστικό πως έκανε μιά τέτοια αχαρακτήριστη ενέργεια, χωρίς να ρωτήσει κανένα και χωρίς να πει, ύστερα από την επιτυχία του εκβιασμού, τίποτε σε κανένα.

Η Κ.Ε. Ελέγχου του ΚΚΕ αφού πήρε υπόψη της όλα τα παραπάνω καθώς και τη γενική συμπεριφορά του Γ. Λαμπρινού στους συνεργάτες του, στην υπεύθυνη δουλειά που είχε, συμπεριφορά κακή και αυταρχική, πολλές φορές, που δεν διευκόλυνε τη δουλειά, και αφού εξέτασε και τον ίδιο και έχοντας υπόψη πως ένα μέλος του ΚΚΕ και μάλιστα υπεύθυνο πρέπει να είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στις σχέσεις του, στη συμπεριφορά και στις ενέργειές του, και να εμπνέεται από μια υπερήφανη αδιαλλαξία απέναντι στους εχθρούς του λαού.

Αποφασίζει:

Διαγράφει το Γ. Μπαστουνόπουλο (Γ. Λαμπρινό) από μέλος του Κ.Κ.Ε, για συμπεριφορά και ενέργειες αντικομματικές και για παραβίαση των κατααστατικών υποχρεώσεων του μέλους του Κ.Κ.Ε, Αθήνα 21 του Νοέμβρη 1945. Η Κεντρική επιτροπή Ελέγχου του Κ.Κ.Ε..

Η απαντητική επιστολή του Γ. Λαμπρινού: Εφημ. «Ριζοσπάστης», 16 Δεκεμβρίου 1945

«Ένα γράμμα του σ. Γ. Λαμπρινού»

Αγαπητέ Ρίζο,

Στην απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του Κ.Κ.Ε. για τη διαγραφή μου που δημοσιεύτηκε στο φύλλο σου της περασμένης Κυριακλης 9 Δεκέμβρη έχω να απαντήσω τα εξής:

1) Είμαι υποχρεωμένος να διακηρύξω ανοιχτά, όπως το δήλωσα ήδη στο γράμμα μου στην Κ.Ε. πριν από τη διαγραφή μου, ότι στην προσπάθειά μου, πέρσι το Νοέμβρη, για την εξεύρεση οικονομικών πόρων, για τις μεγάλες ανάγκες της διαφώτισης, έπεσα στο βαρύτατο σφάλμα, να καταφύγω στα πλούτη ενός δοσίλογου, χρησιμοποιώντας ως μέσο άλλο δοσίλογο. Η ενέργειά μου αυτή, οφειλόμενη απόλυτα στην πρωτοβουλία μου, ήταν κακή και επιπόλαιη, αφού, πρώτο, δεν είχε ηθική βάση και, δεύτερο, εξέθετε επικίνδυνα το Κόμμα.

2) Τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου την πολέμησα με όλες μου τις δυνάμεις σαν κομμουνιστής. Φυλακίστηκα, εξορίστηκα, χτίκιασα, όπως χιλιάδες άλλοι αγωνιστές του λαού. Ούτε μπορούσα ποτέ να συμμαχήσω μαζί της. Δέχομαι όμως ότι και η αίτηση σε δημόσια υπηρεσία για να πιάσω δουλειά δεν έπρεπε να γίνει. Ακόμα και σ’αυτό το σημείο θα έπρεπε να κρατήσω ψηλά την επαναστατική μου αδιαλλαξία.

3) Η κομματική μου ευθιξία σε ορισμένες στιγμές δεν στάθηκε ψηλά. Διατήρησα προσωπικές (συγγενικές) σχέσεις με τον τεταρτοαυγουστιανό Κ. Μπαστιά, υποχωρώντας σε προσωπικές του υπηρεσίες σε μένα, ενώ η αδιάλλακτη στάση απέναντι σε κάθε εχθρό του λαού, οποιαδήποτε και να μας συνδέει συγγενική σχέση, θα ’πρεπε να χαρακτηρίζει τις ενέργειες και τη συμπεριφορά μου.

Νομίζω ότι η περίπτωσή μου, ύστερα από την τιμωρία που μου επέβαλλε το Κόμμα, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα φρονηματισμού και κομματικής διαπαιδαγώγησης. Με σ.χ. Γ. Λαμπρινός.

Στα φύλλα του Ριζοσπάστη που ανέφεραν το γεγονός υπάρχει το κείμενο της διαγραφής, το οποίο φέρει την υπογραφή του υπεύθυνου για τη διανόηση, από την πλευρά του Πολιτικού Γραφείου, Μιλτιάδη Πορφυρογένη. Όπως φαίνεται από το «κατηγορητήριο», οι λόγοι είναι άσχετοι και εμφανώς «πεπαλαιωμένοι».

Στην πραγματικότητα, ο Γιώργης Λαμπρινός ανέλαβε, με εντολή του Κόμματος και μέσω Κωστή Μπαστιά, να φέρει σε επαφή κάποια κομματικά στελέχη με πολιτευτές του Κέντρου. Βρισκόμαστε στο φθινόποωρο του 1945 και η χώρα οδηγείται σε πολιτικό αδιέξοδο, με την καταστρατήγηση, από τη μεριά της Δεξιάς και των Βρεττανών, της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Η αποστολή που ανέλαβε ο Λαμπρινός διέρρευσε, ως μη όφειλε, και για λόγους απόσεισης των ευθυνών το Κόμμα αποφάσισε τη διαγραφή του. Κατόπιν αυτών, το Κόμμα παραδέχτηκε, εμμέσως, ότι επρόκειτο για διαγραφή σκοπιμότητος, γιατί ο Λαμπρινός διατήρησε τις ιδιότητές του στις εφημερίδες «Ριζοσπάστης» και «Ελεύθερη Ελλάδα» και στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», δημοσιεύοντας, για ένα διάστημα περίπου 6 μηνών τα κείμενά του με το ψευδώνυμο «Μιχάλης Λαμπίρης».

Όπως φαίνεται, ωστόσο, από τον «Ριζοσπάστη», το ψευδώνυμο «Μιχάλης Λαμπίρης» δεν διατηρήθηκε πάνω από έξι μήνες, οπότε και επανήλθε το «Γ. Λαμπρινός», παραπέμποντας ίσως σε μια «σιωπηρή» αποκατάσταση, χωρίς συγκεκριμένη κομματική απόφαση. Αυτό αποδεικνύεται από την κριτική του Λαμπρινού, με την υπογραφή του πλέον, στο βιβλίο του Καραγάτση «Ο μεγάλος ύπνος» στις 12 Σεπτεμβρίου 1946.

Η διαγραφή ακολούθησε τον Λαμπρινό τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στις 18 Οκτωβρίου 1947 με επέμβαση της Ασφάλειας Αθηνών κλείνει ο «Ριζοσπάστης». Ο Λαμπρινός συνεχίζει να εργάζεται στον «Ρίζο της Δευτέρας» που συνεχίζει για ένα μικρό χρονικό διάστημα την έκδοσή του μέχρι που αναγκάζεται και αυτός σε κλείσιμο.

Σε αυτό το κλίμα και φτάνοντας προς το τέλος του 1947, με τη βοήθεια του διευθυντή του Γαλλικού Iνστιτούτου Aθηνών Oκτάβ Mερλιέ, ο πατέρας μου καταφέρνει να αποκτήσει διαβατήριο και αναχωρεί για τη Γαλλία, απ’ όπου με τη μεσολάβηση του συντρόφου και φίλου του Mέμου Mακρή θα μεταβεί στην Πράγα και μετά στο Bελιγράδι. Tελικός προορισμός, τα βουνά της Eλλάδας.

Αρχικά με εντολή του Κόμματος (Πέτρος Ρούσσσος) μετέβη στο Μπούλκες όπου παρέμεινε μερικούς μήνες. Εκεί ανέλαβε την αρχισυνταξία της «Εφημερίδα του Μπούλκες», έχοντας ωστόσο ως κομματικό υπεύθυνο (λογοκριτή) τον «Περικλή» - Γιώργο Χουλιάρα, στενό συνεργάτη του Άρη Βελουχιώτη. Εκτός από την αρχισυνταξία της εφημερίδας, ο Λαμπρινός έδινε διαλέξεις μορφωτικού χαρακτήρα με θέματα όπως: «Γληνός – Δελμούζος – Τριανταφυλλίδης, θεμελιωτές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού στην Ελλάδα» και «Οι πρώτοι Έλληνες Σοσιαλιστές».

Aπό το κομματικό εκδοτικό «Νέα Ελλάδα», που πιθανόν βρισκόταν στο Μπούλκες, θα κυκλοφορήσει, το 1949, το τελευταίο του πόνημα με τίτλο «Mακρονήσι – το αμερικανικό Nταχάου στην Eλλάδα», όπου με συλλογή μαρτυριών από φαντάρους που βρέθηκαν στο Mακρονήσι και μετά προσχώρησαν στο Δημοκρατικό Στρατό, στη διάρκεια των επιχειρήσεων, καταγγέλλει την εξόντωση των αριστερών στρατιωτών, που έγινε στη Mακρόνησο το 1948. Το βιβλίο μεταφράστηκε στα γαλλικά και στα αγγλικά, διανεμήθηκε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, όπου έχει εντοπισθεί στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, στην Ουάσινγκτον.

Μετά το Μπούλκες μετέβη στα βουνά της βόρειας Ελλάδας, στην έδρα του δημοκρατικού Στρατού, όπου βοηθούσε στην εκδοτική δραστηριότητα και στη διαφώτιση, μέχρι που με πρόταση του Καραγιώργη ακολούθησε το Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ). Πήρε μέρος στη μάχη της Καρδίτσας και μετά στην οληγοήμερη κατάληψη του Καρπενησίου (20 Ιανουαρίου 1949). Στην υποχώρηση του Κλιμακίου προς τη Βόρειο Ελλάδα, ο Λαμπρινός, πάντα με το Κλιμάκιο (ΚΓΑΝΕ) δεν άντεξε και οι Κολιγιάννης, Ζωγράφος αποφάσισαν να το αφήσουν σε μία κρυψώνα («λούφα») με την τυπόσχεση ότι θα στείλουν ένα τμήμα ανταρτών να τον μεταφέριε και προς το βορρά και το Αρχηγείο τουΔ.Σ. Το τμήμα των ανταρτών δεν εστάλη ποτέ και ο Λαμπρινός συνελήφθη από τον κυβερνητικό στρατό τον Ιούνιο και σύμφωνα με τη μαρτυρία του έφεδρου αξιωματικού, ο οποίος ως επικεφαλής του αποσπάσματος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων τον συνέλαβε, κάτι που αναγράφηκε και σε κάποιες αθηναϊκές εφημερίδες («Ακρόπολις»). Τις επόμενες δύο μέρες παρέμεινε μαζί με άλλους οκτώ αιχμαλώτους στα στρατόπεδο που βρισκόταν στα Τζουμέρκα, ανάμεσα στα χωριάά Άγναντα και Πράμαντα και το επόμενο πρωΐ όλοι μαζί (9 άτομα μαζί και δύο γυναίκες) οδηγήθηκαν σε άγνωστο μέρος και εκτελέστηκαν. Ο Λαμπρινός ήταν τότε 40 χρονών.

 

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ

 

Την ίδια χρονιά (1945) εκδίδει και τη μελέτη του «Η μοναρχία στην Ελλάδα», στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλλουν οι βρεττανοί, με τον αντιβασιλέα Δαμασκηνό και τις διάφορες κυβερνήσεις, να επαναφέρουν τον Γεώργιο Β΄ που ζει στο Λονδίνο.

 

Φώτος Λαμπρινός
Σκηνοθέτης